- ζωαγορά
- ηαγορά, όπου γίνονται αγοραπωλησίες ζώων κάθε κατηγορίας, ζωοπάζαρο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ζωαγορά — η η αγορά τών ζώων, ο τόπος όπου γίνονται αγοραπωλησίες ζώων κάθε κατηγορίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω (ο) (ΙΙ)* + αγορά. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ζω(ο)- — (I) (AM ζω[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) αναφέρεται στη ζωή ή έχει σχέση με τη ζωή («ζωοπάροχος», «ζωοπλάσσω») β) αναδίδει ζωή ή ζωτικότητα («ζωομύριστος», «ζωπυρίς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Στην Αρχαία Ελληνική ζω(ο) (Ι) είναι τ.… … Dictionary of Greek